Τα παιδιά γράφουν …

Στο μάθημα της λογοτεχνίας, το τμήμα Α1 του σχολείου μας έγραψε ένα διήγημα, εξασκούμενο στη δημιουργική γραφή. Κάθε μαθητής έγραψε δυο παραγράφους και το πέρασε στον επόμενο χωρίς προηγούμενη συνεννόηση για το θέμα ή την εξέλιξη της ιστορίας. Οι δύο πρώτες παράγραφοι γράφτηκαν από τη διδάσκουσα. ΟΙ συμμετέχοντες μαθητές ήταν (αλφαβητικά): Αβραμίδης Παύλος, Αντωνιάδη Κρυσταλλία, Βασιλείου Φώτης, Βορύλλας Βασίλης,  Γεωργόπουλος Παναγιώτης, Γκιόνι Αρτιόλα, Ζαννέτου Κωνσταντίνα, Καραναστάση Κατερίνα,  Καραφλού Αλεξάνδρα Κερπινιώτης Δημήτρης, Κλάδης Διονύσης,  Κουτσούμπα Χριστίνα, Λαγανόπουλος Γιώργος. «Το διήγημα των…13» λοιπόν, με έμπνευση το «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» (Βενέζης, Καραγάτσης, Μυριβήλης, Τερζάκης)

Η συμφωνία των…..13

Η Μαργαρίτα είχε περπατήσει σχεδόν όλο το πρωί και τώρα καθόταν αποκαμωμένη στα σκαλιά της Αγίας Μαρίνας. Κάτω από το πουλόβερ η πλάτη της ίδρωνε, λες και το σώμα της ήθελε να αποβάλλει την αγωνία που είχε μέσα της. Χτες το βράδυ είχε σχεδόν τελειώσει το άρθρο της αλλά κάτι ακόμα της έλειπε. Δύο μέρες το παίδευε. Έγραφε, έσβηνε, δάγκωνε το μολύβι, χτυπούσε τα πλήκτρα. Την Τετάρτη ο κούριερ είχε αφήσει το φάκελο πρωί-πρωί στην πόρτα της με τις πληροφορίες. Το βρήκε σαν ξύπνησε κι ένοιωσε λιγάκι σαν Χριστούγεννα, σαν παιδί που βρήκε το δώρο του κάτω από το δέντρο. Μόλις τον άνοιξε βέβαια απογοητεύτηκε λίγο. Τώρα, έψαχνε αυτό το …κάτι.

Εννοείται πως θα έπιανε βροχή τη μέρα που δεν κουβαλούσε ομπρέλα! Όλο τέτοια πάθαινε. Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το καφέ «Αίγλη» στην οδό Παυσανία. Το καφέ ήταν έρημο. Κάθισε κοντά στη σόμπα, παρήγγειλε μια σοκολάτα και εξέτασε την κατάσταση. Ήταν αποφασισμένη να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της.

Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτήν να ανασυντάξει το μυαλό της. Από τη μία ήταν χαρούμενη γιατί θα έμπαινε το άρθρο της στην εφημερίδα αλλά από την άλλη ήταν προβληματισμένη, ότι δεν ήταν αρκετά καλό.

Ενώ έπινε τη ζεστή της σοκολάτα, ξαφνικά, άκουσε μια είδηση που της θύμισε το άρθρο της. Κατευθείαν, άδειασε το μυαλό της και επικεντρώθηκε στο θέμα. Έβγαλε ένα στυλό και ένα χαρτί, ζέστανε τα χέρια της στη σόμπα και ξεκίνησε να γράφει.

«Πριν από έναν χρόνο σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή της Κίνας, τη Γιουχάν, ξεκίνησε μια ασθένεια, η οποία ονομάζεται κορονοϊός. Όλη η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν αόρατο εχθρό, έναν ιό, ο οποίος μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα κατάφερε να σκορπίσει πανικό και τρόμο σε ολόκληρη τη γη.

Οι γιατροί, οι οποίοι ήταν και αυτοί πανικόβλητοι, έψαχναν να βρουν μια λύση ώστε οι άνθρωποι να μην εκτεθούν σε μεγάλο βαθμό στον ιό. Έτσι, οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε κλείσιμο σχολείων, επιχειρήσεων και υπηρεσιών, το οποίο ήταν αρκετά άσχημο, όχι μόνο για την οικονομία των χωρών αλλά και για την ψυχολογική κατάσταση των κατοίκων τους.

Βέβαια, με όλα αυτά τα περιοριστικά μέτρα, η παρατεταμένη απομόνωση στο σπίτι ήταν δύσκολη και για τους περισσότερους πρωτοφανής. Ίσως λίγο δυσκολότερη για τα παιδιά και τους εφήβους, που υπό διαφορετικές συνθήκες, ήδη από τις πρώτες μέρες της άνοιξης θα είχαν ξεχυθεί στους δρόμους για να παίξουν με τις παρέες τους.

Εντούτοις, οι μέρες περνούσαν, τα κρούσματα αυξάνονταν και οι ελπίδες για τη σωτηρία της ανθρωπότητας είχαν χαθεί.

Τελικά, με την εξέλιξη της επιστήμης εφευρέθηκε ένα συμβατό εμβόλιο, που μπόρεσε και ανέκοψε την εξάπλωση του ιού. Επειδή όμως, πρόκειται για ένα καινούριο εμβόλιο ενός ήδη μεταλλαγμένου ιού, η πλειοψηφία του κόσμου αρνείται να το κάνει, φοβούμενη τις παρενέργειές του στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι επιστήμονες μας καθησυχάζουν λέγοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα ανησυχητικό με το εμβόλιο και η κυβέρνηση το επιβάλλει στους πολίτες, με σκοπό τη μείωση της πανδημίας. Σε όσους δε συμμορφώνονται τους επιβάλλει περιοριστικά μέτρα ως προς την κοινωνική τους ζωή ενώ από την άλλη δελεάζει τους νεότερους, οικονομικά, με ένα μικροποσό.

Σε αυτό το καθεστώς φόβου απέναντι στον αόρατο κίνδυνο, εντείνεται ένας, ήδη υπαρκτός, κύκλος βαρβαρότητας. Σε αυτόν τον κύκλο υψώνονται τείχη ανάμεσα στους λαούς. Υψώνονται τείχη χωρίς λύπη, απέναντι στους Κινέζους, αφού από εκεί προήλθε ο ιός και απέναντι στους Ιταλούς, που δεν έλαβαν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα. Συνεπώς, θα ήταν εύκολο να πούμε ότι υπάρχει μια εθνικιστική έξαρση, όπου οι λαοί παρουσιάζουν εσωστρέφεια και φόβο για τον ιό….»

Καθώς η Μαργαρίτα ήταν αφοσιωμένη στο γραπτό της, έχοντας απομονώσει τους ήχους τριγύρω της, από το άγχος μήπως χάσει τη συγκέντρωσή της, ένοιωσε μια ενόχληση στο λαιμό της. Ξεροκατάπιε και έστρεψε να ζητήσει λίγο νερό. Ο σερβιτόρος έσπευσε. Κοντοστάθηκε στο τραπεζάκι της Μαργαρίτας και κρατώντας το δίσκο επιδεικτικά, προτού το καταλάβει και ο ίδιος, του είχε γλιστρήσει το ποτήρι με το νερό και είχε χυθεί πάνω στο χειρόγραφο της Μαργαρίτας!

«Αχ, αυτός ο σερβιτόρος όλο ζημιές είναι, ούτε ίχνος προσοχής!», είπε μια μεγαλούτσικη κυρία που είχε δει όλο το περιστατικό. Ντροπιασμένος ο νεαρός έφερε αμέσως να καθαρίσει. Μάταια όμως, το χαρτί είχε απορροφήσει όλο το νερό και είχε σχεδόν σχιστεί…!

Η Μαργαρίτα είχε μείνει κάγκελο. για μια στιγμή δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Βλέπετε, η Μαργαρίτα ήταν από πάντα ευαίσθητη και δυσκολευόταν να εκφράζει το θυμό της με φωνές και βίαιες χειρονομίες. Έτσι λοιπόν, με βουρκωμένα μάτια πήρε τα πράγματά της και, χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα πίσω της, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να ανοίξει την πόρτα, συνειδητοποίησε ότι το άρθρο της έπρεπε να το παραδώσει στο τέλος της μέρας και είχε ήδη φτάσει το μεσημέρι. Μα καλά, πόσο πιο άτυχη θα μπορούσε να σταθεί σήμερα; Έφυγε για να πάει στο σπίτι της, να ξαναγράψει το άρθρο που είχε καταστραφεί, γιατί δεν είχε αρκετό χρόνο. Να, όμως που δεν είχε πάρει ομπρέλα μαζί της και η βροχή δεν είχε σταματήσει. Χωρίς άλλη σκέψη, η Μαργαρίτα έτρεξε προς το σπίτι της κάτω από τα υπόστεγα των καταστημάτων και με προσεχτικά βήματα, για να μη γλιστρήσει, κατευθυνόταν προς το σπίτι.

Φτάνοντας κοίταξε το κινητό της να δει την ώρα και κατάλαβε πως δεν είχε πολύ χρόνο. Είχε γίνει μούσκεμα και τα ρούχα της έσταζαν σταγόνες νερό. Το πιο πιθανό ήταν ότι θα κρυολογούσε μετά από τέτοια μέρα. Άνοιξε την τσάντα της να πάρει τα κλειδιά για να ανοίξει την πόρτα. Τι να δει; Με τέτοια βιασύνη που έφυγε από το καφέ συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει τα κλειδιά της εκεί, οπότε χωρίς δεύτερη σκέψη γύρισε πίσω να τα πάρει.

Με βαριά καρδιά η Μαργαρίτα αποδέχτηκε πως θα έπρεπε να υπομείνει άλλη μια διαδρομή μέσα στη βροχή και πως πιθανότατα θα έχανε την προθεσμία παράδοσης του άρθρου. Εξουθενωμένη, βρεγμένη και πλέον απογοητευμένη, έφτασε στο καφέ για να βρει τα κλειδιά της. Το καφέ ήταν άδειο, τα μόνα άτομα εκεί μέσα ήταν η ίδια και ο νεαρός σερβιτόρος. Η Μαργαρίτα πλησίασε το σερβιτόρο που έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο και του ζήτησε τα κλειδιά. Εκείνος τα λίκνισε μπροστά στα μάτια της. Γεμάτη χαρά, τον ευχαρίστησε και επέστρεψε στο σπίτι της.

Είχε έρθει η ώρα να παραδώσει το άρθρο της, όμως το μόνο που είχε στα χέρια της ήταν ένα μουλιασμένο χαρτί. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήξερε πως το μόνο τηλεφώνημα που περίμενε εκείνη τη στιγμή ήταν από την εφημερίδα. Πανικόβλητη, σήκωσε το τηλέφωνο με δάκρυα στα μάτια, γνωρίζοντας πως η δημοσιογραφική της καριέρα είχε δεχτεί ένα τεράστιο πλήγμα. Αντί για τη βαριά φωνή του αφεντικού της, όμως, άκουσε μια άλλη που την έκανε να σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό της.

Ήταν ο αγαπημένος της αδερφός, ο οποίος της ανακοίνωσε ότι ήρθε στην πόλη της να την επισκεφθεί. Αμέσως η Μαργαρίτα κατενθουσιάστηκε και περίμενε πως και τι την συνάντηση. Δεν πέρασαν είκοσι λεπτά και τα αδέρφια έπιναν ένα ζεστό τσάι λέγοντας τα νέα τους, στο σπίτι της Μαργαρίτας. Ο αδερφός της είναι ναυτικός, ταξιδεύει συχνά σε όλο τον κόσμο, γνωρίζοντας πολλούς πολιτισμούς και κουλτούρες και έτσι είχε πολλές ιστορίες να της πει. Όταν τελείωσε ήρθε η σειρά της Μαργαρίτας. Πριν ξεκινήσει είχε χαραχθεί στο πρόσωπό της η αγωνία και το άγχος που ένοιωθε. Καθώς του εξιστόρησε τα πάντα, ο αδερφός της τής έδωσε κουράγιο και συμβουλές για να γίνει καλύτερο το άρθρο. Αυτή τον ευχαρίστησε, τον αποχαιρέτησε και επικεντρώθηκε στο γραπτό της για να προλάβει την προθεσμία και να σώσει τη δημοσιογραφική της καριέρα. Πήρε λοιπόν, ένα μολύβι, καθάρισε το μυαλό της, έφτιαξε μια κούπα ζεστή σοκολάτα και ξεκίνησε να γράφει αποφασιστικά και γρήγορα, πεπεισμένη ότι θα τα καταφέρει.

Καθώς έγραφε, άκουσε έναν περίεργο θόρυβο από το δωμάτιό της. Απορημένη και φοβισμένη η Μαργαρίτα πήγε προς την πόρτα του δωματίου της, αγχωμένη. Άνοιξε την πόρτα και αυτό που αντίκρισε ήταν ένας κλέφτης, με μαύρα ρούχα και μαύρη μάσκα, να ψάχνει να βρει κάτι πολύτιμο. Η Μαργαρίτα πανικόβλητη, άρχισε να ουρλιάζει, όμως ο κλέφτης, κρατώντας ένα όπλο την απείλησε να σκάσει αλλιώς θα πυροβολήσει. Η Μαργαρίτα τον παρακάλεσε να μην της κάνει κακό και να πάρει οτιδήποτε θέλει από το σπίτι της είτε χρήματα είτε κοσμήματα. Την ώρα που η Μαργαρίτα παρακαλούσε για τη ζωή της, το μάτι του κλέφτη γυάλισε, κοιτώντας ένα συγκεκριμένο πράγμα. Αυτό ήταν ο υπολογιστής της. που να ήξερε όμως πώς για να παραδώσει το άρθρο θα έπρεπε να το περάσει στον υπολογιστή. Γούρλωσε τα μάτια της καθώς κοιτούσε τα βήματα του κλέφτη προς τον υπολογιστή της. Άρχισε να κλαίει και να τον εκλιπαρεί να μην τον πάρει επειδή τον χρειάζεται. Ο κλέφτης δεν την άκουσε και την απείλησε πως άμα το αναφέρει στην αστυνομία θα την βρει και θα την σκοτώσει. Χωρίς δισταγμό, η Μαργαρίτα συμφώνησε. Όταν έφυγε από το σπίτι της, ξέσπασε και έκλαψε. Σκεφτόταν πως ίσως, η μοίρα της δεν θέλει να παραδώσει το άρθρο. Χωρίς υπολογιστή και χωρίς χρόνο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως.

Όλα ήταν μάταια. Είχε χάσει σχεδόν τα πάντα. Μέσα στην ταραχή της κάλεσε στο τηλέφωνο την καλύτερή της φίλη, την Βικτωρία. «Συνάντησε με στην καφετέρια ΤΩΡΑ», είπε κλαίγοντας και φυσικά εννοούσε τη γνωστή καφετέρια Καθώς είχε σταματήσει για τα καλά η βροχή, η Μαργαρίτα έφυγε κατευθείαν από το σπίτι της, που είχε γίνει άνω κάτω από τη ληστεία πριν λίγο, αναζητώντας τη στήριξη της φίλης της. Καθώς έτρεχε, έπεσε πάνω στο σερβιτόρο που της είχε βρει τα κλειδιά της. Για μια ακόμη φορά, δεν τον χαιρέτησε με τον καλύτερο τρόπο. Παρ’ όλα αυτά αυτός χαιρέτησε θερμά τη Μαργαρίτα και έδειξε τεράστιο ενδιαφέρον για την κατάσταση που βρισκόταν. Προσπάθησε να την καθησυχάσει ενώ την κράταγε στα χέρια του, ρωτώντας τι της είχε συμβεί. Η Μαργαρίτα τραύλισε και προσπαθούσε, βγάζοντας λέξεις με δυσκολία, να εξηγήσει.

Έτσι, μετά από κάποια λεπτά, η Μαργαρίτα διηγήθηκε και στο σερβιτόρο αλλά και στη φίλη της τι είχε γίνει. Αυτοί προσπάθησαν να την ηρεμήσουν και έπειτα, τη συμβούλεψαν να απευθυνθεί στην αστυνομία. Και, αφού πέρασαν κάποιες βδομάδες, η Μαργαρίτα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από το αστυνομικό τμήμα, στο οποίο είχε καταγγείλει το περιστατικό και την ενημέρωσαν πως οι ληστές είχαν συλληφθεί. Φυσικά, δεν βρέθηκαν όλα τα κλοπιμαία αλλά και πάλι η Μαργαρίτα ανακουφίστηκε, μιας και οι υπαίτιοι του εγκλήματος είχαν βρεθεί.

Αυτά, όμως, δεν ήταν τα μόνα χαρμόσυνα γεγονότα που είχαν γίνει από τον καιρό της ληστείας μέχρι εκείνη την ημέρα. Αρχικά, η Μαργαρίτα εκτίμησε αφάνταστα τη βοήθεια του σερβιτόρου και απολογήθηκε για την απότομη συμπεριφορά που είχε, άθελά της. Έτσι, από τότε η καφετέρια εκείνη έγινε το στέκι τους, όπου βρίσκονταν κι έλεγαν τα νέα τους. Παράλληλα, της είχε γίνει μια πολύ καλή επαγγελματική πρόταση και, με τη συμπαράσταση των φίλων της, σύντομα πέτυχε σ’ αυτήν. Τέλος, αυτή η εμπειρία της στέρησε πολλά αλλά τη δίδαξε ακόμα περισσότερα, που την βοήθησαν στη ζωή της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *